Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Τα ποτάμια της Αθήνας


Τοπογραφικό σχέδιο Αθηνών-Πειραιώς. Με γαλάζιο χρώμα διακρίνονται οι τρεις κύριοι ποταμοί της αρχαίας πόλης, Κηφισός, Ιλισσός και Ηριδανός

Τα ποτάμια της αρχαίας Αθήνας


Τρεις ήταν οι βασικοί ποταμοί που διέρρεαν την πεδιάδα της Αττικής κατά την αρχαιότητα, οι δύο εκ των οποίων απλώνονταν πέραν των ορίων της πόλεως. Το δυτικό και μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας έβρεχε ο Κηφισός, που είχε τις πηγές του στους πρόποδες της Πάρνηθος στα βόρεια και συνέχιζε την πορεία του για 27 χλμ., έως ότου εκχυνόταν στον Φαληρικό Kόλπο. Το ανατολικό τμήμα διέσχιζε ο Ιλισσός, ο οποίος εκκινούσε από τις υπώρειες του Υμηττού κατευθυνόμενος προς δυσμάς, παρέρρεε τον Αρδηττό και, μέσω της κοιλάδος που σχηματιζόταν ανάμεσα στους λόφους των Μουσών (Φιλοπάππου) και της Σικελίας (δεξιά της σύγχρονης λεωφόρου Συγγρού), δεχόταν στην κοίτη του τα νερά του Ηριδανού και εν συνεχεία συναντούσε τον Κηφισό στα νοτιοανατολικά. Μικρότερος των δύο προηγούμενων ήταν ο Ηριδανός, που ανέτελλε στις νότιες πλαγιές του Λυκαβηττού, έναντι των Διοχάρους πυλών, όπου βρισκόταν και η Πάνοπος κρήνη· κυλώντας βορείως της Ακροπόλεως, περνούσε μέσα από την Αγορά και, συνεχίζοντας τη ροή του βορειοδυτικά, κατά μήκος του βορείου κρασπέδου της Πνυκός, εξερχόταν του τείχους σε σημείο κοντά στην Ιερά Πύλη και, αφού χανόταν υπογείως για μερικές εκατοντάδες μέτρα, στρεφόταν προς νότον, όπου εξέβαλλε στον Ιλισσό. Ήδη από τα χρόνια της επέκτασης της πόλης από τον Θεμιστοκλή περιελήφθη εντός των τειχών της, ενώ στους ρωμαϊκούς χρόνους φαίνεται ότι καταχώσθηκε (καλύφθηκε) και κατασκευάσθηκε μεγάλος υπόνομος εντός της κοίτης του. Εκτός των προαναφερθέντων, υπήρχαν δύο ακόμη, μικρότεροι ποταμοί, ο Σκίρος και ο Κυκλοβόρος, προς δυσμάς της πόλεως μεταξύ του Διπύλου και του Κηφισού και (μάλλον) προς βορράν της πόλεως αντιστοίχως.


Κάποτε, στην Αττική υπήρχαν ποτάμια αληθινά, με κοίτες, πρανή και όχθες. Ποτάμια απ' τα οποία κυλούσε το νερό της βροχής, ποτάμια που ξεκίναγαν από τους γύρω ορεινούς όγκους και χύνονταν στη θάλασσα. Σήμερα, δεν υπάρχουν πλέον αληθινά ποτάμια στην Αττική. Κάποια ελάχιστα ίχνη του Ιλισού, όπου βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγ. Φωτεινής, αποτελούν ένα σπάνιο δείγμα «φυσικού περιβάλλοντος» που, ενδεχομένως, διασώζεται από την αρχαιότητα. Ένα από τα εναπομείναντα ποτάμια της Αττικής που μετατράπηκαν σε «ρέματα» είναι και το ρέμα της Πικροδάφνης. Ξεκινώντας από τον Υμηττό και διανύοντας συνολικό μήκος 9 χιλιομέτρων, διασχίζει τους δήμους Ηλιούπολης, Αγ. Δημητρίου και Π. Φαλήρου, εκβάλλοντας στον Σαρωνικό, στην περιοχή ΕΔΕΜ.

Μουκαντέμη Άννα  Πηγή: Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Υδρογραφικό δίκτυο Αττικής
Υδρογραφικό δίκτυο ποταμού Κηφισού (έργο Λέκτορα ΕΜΠ Ν. Μαμμάση)

Άρα η Αθήνα έχει τρία ποτάμια. Τον Ηριδανό, που βλέπετε να κελαρύζει κάτω από το Μοναστηράκι, τον Κηφισό, που κινείται παράλληλα με την Αθηνών-Λαμίας (την οποία οι παλαιότεροι παροικούντες του Πειραιά αποκαλούν ακόμα «Το Ποτάμι») και τον Ιλισό, που μπορεί να μην τον βλέπετε πουθενά, κυλά όμως υπόγεια σε αρκετά σημεία της πόλης –κάτω από τη διασταύρωση της Μιχαλακοπούλου με τη Μεσογείων, για παράδειγμα.
Εκτός από τα ποτάμια, κάτω από την Αθήνα κυλούν περίπου 700 ρέματα, από τα οποία τα 70 φαίνονται σε διάφορα σημεία της πόλης. Ένα από τα πιο διάσημα παραδείγματα είναι ο Ποδονίφτης της Νέας Ιωνίας.

Η ζωή στη θάλασσα και στον ωκεανό

Τα περίεργα πλάσματα που ζουν στα βάθη των ωκεανών. Μοιάζουν εξωπραγματικά με περίεργα σχήματα και σχέδια. Σχεδόν διαφανή μερικές φορές, αποδεικνύουν την μαγική δημιουργική δύναμη της φύσης. 


Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Κοράλλια και λεύκανση

Αυτές οι εικόνες είναι μια επιλογή φωτογραφιών που ελήφθησαν πρόσφατα κοντά στο Lizard Island στα ανοικτά της βόρειας ακτής του Queensland.

Τεκμηριώνουν την εν εξελίξει λεύκανση στο Great Barrier Reef, στην Αυστραλία, καθώς οι θερμοκρασίες των ωκεανών συνεχίσουν να κινούνται προς τα πάνω λόγω της κλιματικής αλλαγής.


Το Great Barrier βρίσκεται στα ανοικτά των ακτών του Queensland στην Αυστραλία και είναι το μεγαλύτερο σύστημα κοραλλιογενών υφάλων στον κόσμο, καθώς αποτελείται από περίπου 3.000 επιμέρους υφάλους και 920 νησιά. Υποστηρίζει μια απίστευτη ποικιλία ζωής και ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 1981, ενώ είναι ένα από τα επτά φυσικά θαύματα του κόσμου.

Μέχρι σήμερα τα κοράλλια έχουν συχνά βαθύ καφέ ή χακί-πράσινο χρώμα. Αυτά τα χρώματα προέρχονται από τη συμβιωτική άλγη (μερικές φορές ονομάζεται zooxanthellae) που συνυπάρχει με τους κοραλλιογενείς πολύποδες.Αυτό συμβαίνει πριν τη διαδικασία της λεύκανσης.


Φωτογραφία: Justin Marshall/coralwatch.org
Κατά τη διάρκεια της λεύκανσης, η συμβιωτική άλγη αναχωρεί και έτσι μπορούμε να δούμε υπέροχους χρωματιστούς πολύποδες. Μερικές φορές, οι πολύποδες είναι διαφανείς και βλέπουμε μόνο το λευκό σκελετό από κάτω. Άλλοι έχουν έντονα χρώματα, όπως φαίνεται εδώ.

Φωτογραφία: Justin Marshall/coralwatch.org
Αλλά ακόμα και αν τα κοράλλια αποκτήσουν το λευκό χρώμα απέχουν πολύ από το να είναι ευχαριστημένα. Μόλις επιτευχθεί το τελικό στάδιο της διαδικασίας λεύκανσης, είναι πιθανό το κοράλλι να έχει πιεστεί για μέρες ή εβδομάδες. Μπορεί να ανακτήσει αργά δυνάμεις - με την εκ νέου απόκτηση των συμβιωτών του φίλων - ή μπορεί να πεθάνει, έχοντας ξεμείνει από ενέργεια σε απουσία της συμβιωτικής άλγης που του παρέχει υδατάνθρακες. Συχνά συμβαίνει το κοράλλι να είναι καλυμμένο με μια ταινία του χλοοτάπητα άλγη, η οποία καταλαμβάνει τα τμήματα του υφάλου που προηγουμένως κατοικούνταν από υγιή κοράλλια.


Φωτογραφία: Justin Marshall/coralwatch.org
Δυστυχώς, αυτό που βλέπουμε σήμερα στο βόρειο τμήμα του Great Barrier Reef είναι το θάνατο πολλών κοραλλιών. Όμως, η λεύκανση σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αλλόκοτα όμορφη, όταν τα κοράλλια ρίχνουν τους μανδύες από φύκια και αποκαλύπτουν τους εαυτούς τους.

Φωτογραφία: Justin Marshall/coralwatch.org

Η Γη με αριθμούς



Μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση του πλανήτη και των κατοίκων του μέσα από νούμερα και ποσοστά.



Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Μέλισσες και μέλι



«Αν ποτέ εκλείψουν οι μέλισσες, 
στην ανθρωπότητα θα απομένουν μόνο τέσσερα χρόνια ζωής.» 
Άλμπερτ Αϊνστάιν

Η μέλισσα είναι έντομο από την τάξη υμενόπτερα, που θεωρείται από όλα γενικά τα έντομα το πιο σπουδαίο από οικονομικής άποψης για τον άνθρωπο.

Φωτογραφία:http://users.sch.gr



Είδη
Στο είδος της μέλισσας της μελιτοφόρου, όπως επίσημα λέγεται η μέλισσα, υπάρχουν τρεις βασικές ομάδες, η κάθε μια από τις οποίες έχει και μερικές φυλές. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τις μέλισσες της ανατολικής Ασίας με εκπρόσωπο τη μέλισσα την ινδική. Η δεύτερη ομάδα είναι η αφρικανική και η τρίτη ομάδα είναι η ευρωπαϊκή, που περιλαμβάνει πάνω από 10 φυλές. Οι πιο γνωστές διεθνώς είναι η Ιταλική (ligoustica) και η Γιουγκοσλαβική (Carnica), ενώ στην Ελλάδα πιο διαδεδομένη ντόπια φυλή είναι η (Cecropia) η οποία πήρε το όνομά της από τον πρώτο βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα.

Η καθεμιά από τις παραπάνω ομάδες έχει μερικά βασικά διακριτά χαρακτηριστικά. Τα τελευταία χρόνια άρχισε η συστηματική διασταύρωση των μελισσών για να δημιουργηθεί νέος τύπος που θα έχει μέσο μέγεθος, θα είναι ήσυχη και εργατική και θα πολλαπλασιάζεται σχετικά εύκολα την άνοιξη.

Ιστορία

Η σπηλαιογραφία της Μπικόρπ: συλλογή μελιού πριν από 15.000 χρόνια


Η μέλισσα ζει στη Γη το λιγότερο 15 εκατομμύρια χρόνια και θεωρείται από τους πιο παλιούς κατοίκους της, που εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και σήμερα.

Είναι από τα ελάχιστα είδη των εντόμων που ο άνθρωπος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί, βλέποντας ότι θα είχε κάποιο οικονομικό όφελος. Η προσπάθεια αυτή του ανθρώπου να εξημερώσει τη μέλισσα δεν είναι νέα. Υπάρχει μια σπηλαιογραφία στην Μπικόρπ της Ισπανίας, ηλικίας τουλάχιστον 15.000 χρόνων, όπου εικονίζεται ένας άνθρωπος που προσπαθεί να πάρει μέλι από μελίσσι.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Μέδουσες



Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (κνιδόζωα) της τάξης σκυφόζωα. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Αντιπροσωπεύουν το κυρίαρχο στάδιο του βιολογικού κύκλου των κοιλεντερωτών, υδρόζωων (υδρομέδουσες, που έχουν ένα κράσπεδο , που περιβάλλει την κοιλότητα που σχηματίζεται κάτω από την «ομπρέλα» τους) και σκυφόζωων (που δεν έχουν κράσπεδο)(σκυφομέδουσες). Ζουν σε ομάδες και το τσίμπημά τους προκαλεί κνησμό και παράλυση της λείας τους. Τρέφονται με μικρά ψάρια και ζωοπλαγκτόν, τα οποία συλλαμβάνουν με τα πλοκάμια τους.
Την κοινή μέδουσα, η οποία ζει στο Αιγαίο και στο Κρητικό πέλαγος ο Ελληνικός λαός την ονομάζει τσούχτρα, επειδή μόλις ακουμπήσει το ανθρώπινο σώμα, χύνει ένα υγρό το οποίο προκαλεί φοβερή φαγούρα.


Περιγραφή

Το σώμα της μέδουσας έχει σχήμα καμπάνας και παράγει μια ζελατινώδη ουσία. Στην περιφέρεια έχουν πλοκάμια και αισθητήρια όργανα, Το κάθε πλοκάμι καλύπτεται με κύτταρα, που καλούνται κνιδοκύτταρα ή κνιδοκύστεις και μπορούν να τσιμπήσουν ή και να σκοτώσουν ζώα. Τα κύτταρα αυτά υπάρχουν και στο στόμα τους. Οι πιο πολλές μέδουσες χρησιμοποιούν τα κύτταρα αυτά για εξασφάλιση τροφής και για άμυνα. Άλλες δεν έχουν καθόλου πλοκάμια. Έχουν πολλά μικρά μάτια στο κωδωνοειδές σώμα τους, που τις επιτρέπει να έχουν όραση 360 μοιρών.

Αν και στερούνται βασικών αισθητηρίων οργάνων και δεν έχουν εγκέφαλο, το νευρικό τους σύστημα τους επιτρέπει να αντιλαμβάνονται ερεθίσματα, όπως το φως και η οσμή, και να αντιδρούν γρήγορα σε αυτά. Κολυμπούν πολύ αργά, καθώς δεν έχουν υδροδυναμικό σώμα. Αντ’ αυτού, κινούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν ρεύματα, αναγκάζοντας τη λεία τους να φτάσει στα πλοκάμια τους. Η κίνηση αυτή γίνεται ρυθμικά με άνοιγμα και κλείσιμο του σώματός τους που μοιάζει με καμπάνα. Η πυκνότητά τους είναι σχεδόν ίση με την πυκνότητα του νερού.

Το πεπτικό τους σύστημα δεν χρειάστηκε να εξελιχθεί σε σχέση με αυτό πολλών ζώων· από το ίδιο άνοιγμα (στόμα, βρίσκεται στο κέντρο και στο κάτω μέρος της «καμπάνας») γίνεται η πρόσληψη αλλά και η αποβολή της τροφής. Το στόμα της περιβάλλεται από κροσσωτά χείλη και οδηγεί σε ακτινωτά σωληνάρια, τα οποία καταλήγουν στη γαστρική κοιλότητα. Η τελευταία είναι ένας κυκλικός σωλήνας, που καταλαμβάνει όλη την περιφέρεια του ζώου. Το σώμα σε μία ενήλικη μέδουσα αποτελείται κατά 94-98% από νερό. Η «καμπάνα» της τσούχτρας αποτελείται από ένα στρώμα επιδερμίδας και κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη μεσογλοία. Πρόκειται για μία ακύτταρη, ημιδιαφανή, ζελατινώδη μάζα.


Σύμπαν

Σύμπαν